Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

της Σοφίας Χατζοπούλου 
από την ιστοσελίδα του περιοδικού Σελιδοδείκτης

Έχουμε ήδη κλείσει ένα μήνα με κλειστά σχολεία και ακόμα το τοπίο είναι θολό με το εάν και πότε θα ανοίξουν ξανά. Μέσα σε αυτόν τον ιδιότυπο περιορισμό στο σπίτι που έχει φέρει τόσο ραγδαία νέα δεδομένα στη ζωή μας, όπως αυτό της “εξ αποστάσεως εκπαίδευσης”, οφείλουμε να σταματούμε κάποια στιγμή και να κάνουμε έναν απολογισμό για το πού βρισκόμαστε.
Έναν μήνα πριν, λοιπόν, και εκεί που τα είχαμε όλα προγραμματισμένα κι οργανωμένα ήρθαν ξαφνικά όλα πάνω κάτω με την κήρυξη πανδημίας από τον ΠΟΥ. Οι ιθύνοντες έπρεπε να αναλάβουν γρήγορα δράση, να φανεί ότι ανταπεξέρχονται, ότι δεν τα’ χουν κι αυτοί χαμένα, όπως και οι υπόλοιποι.
Μέσα σε δυο μέρες μετά το κλείσιμο των σχολείων η υπουργός παιδείας έκανε την πρώτη τηλεδιάσκεψη με τους υπουργούς παιδείας των χωρών μελών της ΕΕ, για να δει με ποιους τρόπους αντιμετωπίζουν αυτοί το ζήτημα της ανεσταλμένης εκπαίδευσης. Και κάπως έτσι έπεσε στο τραπέζι για πρώτη φορά ο όρος “εξ αποστάσεως διδασκαλία” ή “τηλεκπαίδευση”. Σε λιγότερο από μια βδομάδα βγήκαν από την αχρηστία πλατφόρμες ψηφιοποιημένου εκπαιδευτικού υλικού και άρχισαν να δοκιμάζονται περιβάλλοντα σύγχρονης τηλεκπαίδευσης. Ο ιδιωτικός τομέας όπως πάντα άρπαξε την ευκαιρία των νέων αναγκών της αγοράς και μέσα από πεφωτισμένους “δημαρχαίους” άρχισε να διαφημίζεται με δωρεάν εγγραφή μελών στις πλατφόρμες του.
Το υπουργείο με ένα εντυπωσιακό rebound θα άρχιζε με λίγες μέρες διαφορά το δικό του “μη υποχρεωτικό” πρόγραμμα εξ αποστάσεως διδασκαλιών. Έφταναν απλά κάποιες γενικές οδηγίες, διευθύνσεις και λινκ κι από κει και πέρα όλη η ευθύνη έπεσε, όπως πάντα, στους εκπαιδευτικούς. Το μόττο ήταν “κάνε ό,τι μπορείς, χρησιμοποίησε όποιο εργαλείο θεωρείς καλύτερο, απλά κάνε κάτι”. Το κρυμμένο μήνυμα ήταν όμως “κάνε ό,τι μπορείς να μη φανούμε ότι είμαστε εντελώς στα χαμένα, παρ το πάνω σου για να καλύψεις όλες τις ανεπάρκειες των προϊσταμένων σου”. Οι εκπαιδευτικοί βρίσκονταν για μια ακόμη φορά στην πρώτη γραμμή, συνηθισμένοι να έρχονται αντιμέτωποι με αλλαγές της τελευταίας στιγμής -μη ξεχνάμε ότι το υπουργείο παιδείας είναι το υπουργείο με τις περισσότερες αλλαγές πολιτικής με κάθε αλλαγή κυβέρνησης, χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς μακρόπνοο σχεδιασμό και οργάνωση. Η ραγδαία αυτή αλλαγή, όπως ήταν φυσικό, έφερε αναστάτωση στην εκπαιδευτική κοινότητα, έναν ιδιαίτερο και πολύ ευαίσθητο από ηθική, κοινωνική και εργασιακή άποψη, με δικαιολογημένους ενδοιασμούς πάνω στο όλο βεβιασμένο εγχείρημα και τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει πάνω στα εμπλεκόμενα μέρη του, ιδιαίτερα αν σκεφτούμε την ανεπάρκεια τεχνογνωσίας και τεχνολογικού υλικού που καθιστούσε από την αρχή την τηλεκπαίδευση μια πολιτική όξυνσης των ήδη υπαρχόντων κοινωνικών ανισοτήτων. Αυτό το γνώριζε βέβαια πολύ καλά και το υπουργείο, και γι αυτό επέμενε να τονίζει τη μη υποχρεωτικότητα και τον καθαρά επαναληπτικό χαρακτήρα της όλης προσπάθειας, επιχειρώντας μάλιστα να δώσει τραγελαφικές λύσεις για να κρύψει την ανεπάρκειά του, την αδιαφορία και τη συντήρηση των άνισων όρων πρόσβασης στη δημόσια εκπαίδευση, παρέχοντας τη δυνατότητα σε εκείνους που δεν έχουν υπολογιστή να παρακολουθήσουν τα τηλε-μαθήματα μέσω τηλεφώνου με αστική χρέωση!
Και κάπως έτσι ξεκίνησε η εξ αποστάσεως στη χώρα, με αρκετούς εκπαιδευτικούς να προσπαθούν να κάνουν αυτό που τους είπαν, αλλά και αυτό που χρειάζονταν κι εκείνοι από την αρχή του παράδοξου αυτού εγκλεισμού, να κρατήσουν την επαφή με τους μαθητές τους, τη διδασκαλία και τους συναδέλφους. Περιηγήθηκαν στο διαδίκτυο, άνοιξαν σελίδες, ξόδεψαν ατελείωτες ώρες σε υπερφορτωμένα δίκτυα και συστήματα που σέρνονταν, παρακολούθησαν βίντεο-εγχειρίδια στο youtube, ρώτησαν, έμαθαν, κάποιοι πελάγωσαν, κάποιοι παράτησαν τις μεγάλες προσδοκίες και περιορίστηκαν σε ένα απλό μέηλ ή ακόμα και σε ένα απλό, άμεσο και ειλικρινές τηλεφώνημα για να μάθουν τι κάνουν οι μαθητές τους, τι χρειάζονται, πως μπορούν να τους βοηθήσουν ακόμα και αφήνοντας μια φωτοτυπία στον φούρνο της γειτονιάς.
Από τότε έχει περάσει ένας μήνας εξ αποστάσεως γνώσης, ενημέρωσης και επικοινωνίας – ας μη την ονομάσουμε ακριβώς διδασκαλία, δεδομένου ότι δεν γίνεται να υπάρχει σωστή διδασκαλία χωρίς φυσικό σώμα, χωρίς την ολότητα των αισθήσεών μας, χωρίς το πλησίασμα, τη φωνή και το βλέμμα που δεν παρεμβάλλεται από τεχνικά εργαλεία.
Σε κάθε επέτειο έτσι και σε αυτήν, καλό είναι να στεκόμαστε λίγο και να αναλογιζόμαστε που βρισκόμαστε, από που ξεκινήσαμε και πως έχουν εξελιχτεί τα πράματα μέχρι τώρα.
Τελικά τι έχουμε μάθει ως τώρα μέσα από την εξ αποστάσεως “μάθηση”;
– Το πρώτο πράγμα που μάθαμε είναι ότι τα λόγια παίρνονται εύκολα πίσω, και ότι όσο περισσότερο ταΐζεις το κτήνος, όλο και περισσότερο αυτό πεινάει. Από τότε που ξεκίνησαν όλα, παρατηρούμε μια αναβάθμιση του συστήματος από τη μη υποχρεωτικότητα σε πιέσεις και έμμεσους εκβιασμούς για έναρξη σύγχρονης και ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης σε επίπεδο σχολείου και διεύθυνσης. Έχουμε προχωρήσει από το “κάνε ότι μπορείς” στην προώθηση και χρησιμοποίηση συγκεκριμένων εργαλείων και πλατφόρμων τηλεκπαίδευσης, από τον επαναληπτικό χαρακτήρα των “μαθημάτων” στην κατά περίπτωση και κατά το δοκούν πρόοδο της ύλης. Και όλα αυτά συμβαίνουν με την πολιτική ανευθυνότητας και ανοχής που επιδεικνύει η κεντρική εξουσία. Η ευθύνη απεμπολείται και κατευθύνεται από τα υψηλά στα χαμηλά κέντρα διοίκησης και οργάνωσης με τελευταίο αποδέκτη φυσικά τον εργαζόμενο – εκπαιδευτικό που φταίει για οτιδήποτε πάει στραβά. Αυτός χρεώνεται κάθε αποτυχία αναλαμβάνοντας την ευθύνη της, διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την “αθωότητα” και την επιτυχία για τους ανώτερους. Αυτή η χαλαρότητα όμως και η ανεκτικότητα είναι επίπλαστη. Το σχέδιο της κυβέρνησης και του υπουργείου, μετά από ένα μήνα έχει γίνει σαφές και αυτό ακριβώς έχουν αναλάβει να εφαρμόσουν με περισσή πολλές φορές αυταρχικότητα και αυθαιρεσία κάποια στελέχη της εκπαίδευσης. Ό,τι δεν θα καταφέρει η αυθαιρεσία κι αυταρχισμός αφήνεται στον κοινωνικό αυτοματισμό του ανταγωνισμού, που αρχίζει να ξεπροβάλλει μεταξύ των εκπαιδευτικών, των σχολείων, των περιοχών διευθύνσεων. Στην πραγματικότητα αυτή τη περίοδο βλέπουμε με σάρκα και οστά την πρώτη και εκτεταμένη εφαρμογή της αυτονομίας της σχολική μονάδας και τι αποτελέσματα μπορεί αυτή να έχει στην παιδαγωγική ελευθερία και τα εργασιακά δικαιώματα.
-Τα συμβόλαια έχουν πια υπογραφεί, η αγορά έχει μυρίσει αίμα και η προώθηση μεγάλων πακέτων προϊόντων τηλεκπαίδευσης είναι εδώ για να πουλήσει. Γι αυτό και οι εκπαιδευτικοί έλαβαν ξαφνικά, και μάλιστα στα προσωπικά τους μέηλ, πρόσκληση εγγραφής στην ιδιωτική πλατφόρμα που προσέλαβε το υπουργείο για τη σύγχρονη εξ αποστάσεως. Γι αυτό και σε όλες τις συνδιασκέψεις με τα στελέχη, προσπαθούν να μας πείσουν να περιηγηθούμε στην πλατφόρμα, να τη γνωρίσουμε, ακόμα κι αν δε σκοπεύουμε να τη χρησιμοποιήσουμε.
Παράδειγμα αισχροκέρδειας και η πρόσφατη πρόσκληση που στάλθηκε από διευθύνσεις για συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε διαγωνισμό “καλών πρακτικών” ασύγχρονης εξ αποστάσεως με εγγραφή στην Ένωση που πραγματοποιεί τον διαγωνισμό έναντι αντιτίμου 20 ευρώ!
Επίσης από το “κάνε ό,τι μπορείς, ότι είναι κατάλληλο για τους μαθητές σου” έχουμε περάσει στην προώθηση συγκεκριμένων εργαλείων του Πανελλήνιου Σχολικού Δικτύου και σε μια έμμεση, σταθερή πίεση για εγγραφή όλων των μαθητών σε αυτό, για λόγους που μάλλον παραπέμπουν σε στόχους καταγραφής, ελέγχου και ένταξης της τηλεκπαίδευσης στην τυπική εκπαίδευση και μετά την κρίση της πανδημίας.
-Συγκεκριμένα όσον αφορά τους εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας, έχοντας προχωρήσει παρ όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια και με όποιο τρόπο μπορούν στην ασύγχρονη εξ αποστάσεως, τις τελευταίες δυο βδομάδες ασκείται πάνω τους υπερβολική πίεση για να ξεκινήσουν τη σύγχρονη “διδασκαλία” και μάλιστα με δοσμένο ωράριο 12-4 και να προχωρήσουν με την ύλη κατά την κρίση τους. Ξαφνικά ξεχάστηκε ότι δεν έχουν ακόμα όλοι οι μαθητές τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε αυτά τα τηλε-”μαθήματα”, και ότι κάθε πρόοδο στην ύλη είναι παράνομη, κοινωνικά και ηθικά απαράδεκτη και ως εκ τούτου εντελώς άκυρη. Και η άνιση πρόσβαση στην τηλεκπαίδευση δεν πρόκειται να αλλάξει απ’ ότι είδαμε και μετά το φιάσκο των μεγαλεπήβολων και γενναιόδωρων υποσχέσεων του υπουργείου για εξοπλισμό των μαθητών με τεχνολογικά μέσα, υποσχέσεις που πάρθηκαν πίσω πριν καλά καλά κλείσει ένα 24ωρο. Επίσης ξεχάστηκε ότι η πληθυσμιακή ομάδα των μαθητών στην Πρωτοβάθμια, το αναπτυξιακό τους επίπεδο, οι ηλικιακές, γνωστικές και σωματικές τους ανάγκες, καθιστούν τη σύγχρονη εξ αποστάσεως ένα ιδιαίτερα δύσκολο και ανεξερεύνητο εγχείρημα στην ελληνική κοινωνία, το οποίο αν αντιμετωπιστεί με όρους προχειρότητας και εντυπωσιασμού μπορεί να έχει δυσμενέστατα αποτελέσματα στην προσωπικότητα και στις σχέσεις όλων των εμπλεκόμενων. Το τραγικό είναι ότι αυτό είναι γνωστό σε όλους. Είναι γνωστό ότι αυτή τη στιγμή πειραματίζονται με διαδικασίες που δεν έχουν ποτέ μελετηθεί και δοκιμαστεί στην Ελλάδα, ρίχνουν εκπαιδευτικούς και μαθητές χωρίς καμία προετοιμασία σε βαθιά, αχαρτογράφητα νερά κι όποιος πνιγεί, πνίγηκε.
-Στην περίπτωσή μας, λοιπόν, βλέπουμε με τα ίδια μας τα μάτια πως είναι να βάζουμε το κάρο πριν από τα άλογα. Οι εκπαιδευτικοί ξεκίνησαν – καλώς ή κακώς – μια προσπάθεια χωρίς καμία πραγματική, οργανωμένη καθοδήγηση και επιμόρφωση. Ό,τι έμαθαν το έμαθαν μέσα από τη μεταξύ τους συνεργασία με την πλήρη απουσία της αυτο-ονομαζόμενης εκπαιδευτικής “ηγεσίας”. Μπήκαν οι περισσότεροι με μια αφέλεια σε έναν χώρο που διέπεται από τους δικούς του κανόνες ασφαλείας, νομικά πλαίσια, πνευματικά δικαιώματα. Λίγο πριν τις διακοπές του Πάσχα το υπουργείο μετά από πιέσεις των ίδιων των εκπαιδευτικών έστειλε στα σχολεία οδηγίες για την ασφαλή πλοήγηση στο διαδίκτυο, κανόνες ασφαλείας και κάποιο σχετικό νομικό πλαίσιο για τα δικαιώματα. Να υποθέσουμε ότι τυχόν λάθη που έγιναν μέχρι τότε θα θεωρηθούν σφάλμα των ίδιων των εκπαιδευτικών ή της “ηγεσίας”; Ακόμη και τώρα ανακοινώθηκε ότι μετά τις διακοπές τους Πάσχα θα ξεκινήσει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πάνω στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Εδώ αναρωτιόμαστε: πως εργαζόμαστε ένα μήνα τώρα χωρίς γνώσεις και χωρίς ενημέρωση, και ποιος πρέπει να λογοδοτήσει για την έκθεση εκπαιδευτικών και μαθητών σε ανυπολόγιστους και άγνωστους κινδύνους; Μήπως έπρεπε τα πράματα να γίνουν διαφορετικά μέσα από την υπεύθυνη στάση των ιθυνόντων, μέσα από την υπεύθυνη και οργανωμένη προετοιμασία ενός σχεδίου, και όχι μέσα από κινήσεις εντυπωσιασμού και πολιτικών χειρισμών, ή πειραματισμούς πάνω σε έναν τόσο ευαίσθητο χώρο όπως αυτόν της παιδείας;
-Σε αυτό το ομιχλώδες περιβάλλον γεμάτο με αντικρουόμενες απόψεις και διχογνωμίες, ακόμα και μεταξύ των διευθυντών και των συντονιστών εκπαίδευσης, σχετικά με ό,τι αποφαίνεται το υπουργείο ως άλλη Πυθία, έχουμε αρχίσει να υποπτευόμαστε ότι η επιμόρφωση που θα μας γίνει δεν θα έχει ως στόχο την ένταξη των ΤΠΕ στη κανονική διδακτική διαδικασία. Όχι, αυτό πια απ’ ότι φαίνεται έχει μείνει πίσω. Τώρα στόχος είναι η εξ αποστάσεως αυτή καθαυτή. Και ένα εύλογο ερώτημα είναι: τι μας χρειάζεται η τηλεκπαίδευση, όταν θα επιστρέψουμε στο φυσικό χώρο της τάξης μας;
Μέσα σε ένα μήνα το υπουργείο έχει κλείσει τις συνεργασίες του με ιδιωτικές εταιρίες, έχει “φανεί” μέσα από τη φιλότιμη, επίπονη και ριψοκίνδυνη εργασία των εκπαιδευτικών και έχει υπολογίσει τα πολιτικά και οικονομικά οφέλη που η εξ αποστάσεως μπορεί να έχει για το κράτος. Τα σχέδια για οργάνωση μεγάλης κλίμακας επιμόρφωσης πάνω στο θέμα μέσα στον Μάιο δείχνουν ότι η μέθοδος αυτή προφανώς ήρθε για να μείνει με πιθανές εφαρμογές και μετά την πανδημία καθώς και αλλαγές στον χάρτη των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων. Γενικά μέσα από τέτοιες μεγάλες κρίσεις αναδύονται καινούργια δεδομένα και “ευκαιρίες” στην επιχειρηματική, οικονομική και πολιτική σφαίρα. Και μια τέτοια ευκαιρία είναι αυτή της τηλεργασίας η οποία έχει επεκταθεί σε όλους τους χώρους. Η τηλεργασία αλλάζει όλο το νομικό περιβάλλον στον χώρο της εργασίας με το να θολώνει τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας, εργασιακού χρόνου, έργου και αμοιβής, καθώς και όρων εργασίας. Ήδη στον χώρο της εκπαίδευσης λίγες μέρες πριν τις διακοπές του Πάσχα, βγήκε εγκύκλιος του υπουργείου που για άλλη μια φορά αφήνει τη συνέχιση της τηλεκπαίδευσης στην διακριτική ευχέρεια του εκπαιδευτικού, θέτοντας μόνο κάποια όρια από Μεγ. Πέμπτη μέχρι Τετάρτη του Πάσχα για την καθιερωμένη αργία, καταστρατηγώντας ήδη τις νόμιμες σχολικές αργίες για την εκπαίδευση. Παραγνωρίζει το μέγεθος της προσπάθειας και τον κατά πολύ μεγαλύτερο αριθμό των εργατοωρών που έχουν αφιερώσει ήδη όλο αυτό το διάστημα οι εκπαιδευτικοί στο πείραμα της τηλεκπαίδευσης, και τους αφαιρεί εντέχνως το δικαίωμα τους στην αργία μεταθέτοντας ένα ζήτημα που ορίζεται ξεκάθαρα από νόμο στο επίπεδο της προσωπικής επιλογής. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση αφήνει υπόνοιες για μειώσεις μισθών στο δημόσιο για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που ελλοχεύει μετά την πανδημία, και βάζει μπρος το νομοσχέδιο για την αυτοαξιολόγηση των σχολικών μονάδων (και μάλιστα σε περίοδο περιορισμού των μετακινήσεων!) σφίγγοντας ακόμη περισσότερο τον κλοιό γύρω από τον εργαζόμενο εκπαιδευτικό και τις πιέσεις που του ασκούνται.
Ακόμη και ο πιο καλοπροαίρετος μπορεί να δει ότι η κρίση της πανδημίας λειτουργεί ως εργαστήριο δοκιμής νέων μεθόδων, ηθών, επικοινωνιακών τεχνικών, και πολιτικο-οικονομικών όρων απέναντι στα οποία πρέπει να καθένας από μας να βρίσκεται σε εγρήγορση.
Μετά από αυτόν τον γρήγορο απολογισμό ως τώρα, αυτά που μάθαμε μέσα σε αυτόν τον μήνα είναι πολλά. Πρόχειρα σχέδια, ανεύθυνοι εντυπωσιασμοί, πειραματισμοί, μετακύλιση ευθύνης στον εργαζόμενο, αυθαιρεσίες, αυταρχικότητα κι εκβιασμοί, “διαίρει και βασίλευε”, αυτονομία και ανταγωνισμός, καταπάτηση βασικών μορφωτικών και εργασιακών δικαιωμάτων, προώθηση αριστείας και ανισοτήτων, αποκλεισμοί από την εκπαίδευση…
Μα αν κάτσουμε να το καλοσκεφτούμε, όλα αυτά δυστυχώς δεν αποτελούν καμία καινούργια γνώση…